Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
ἀκρόβολος
ἀκροβύθιον
ἀκροβυστέω
ἀκροβυστία
ἀκρόβυστος
View word page
ἀκροβόλισις
a skirmishing
ShortDef
a skirmishing
Debugging
Headword:
ἀκροβόλισις
Headword (normalized):
ἀκροβόλισις
Headword (normalized/stripped):
ακροβολισις
IDX:
3107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3108
Key:
Data
{'content': 'a skirmishing'}