Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξάμειψις
ἐξαμέλγω
ἐξαμελέω
ἑξαμέρεια
ἑξαμερής
ἑξάμετρος
ἑξαμηνιαῖος
ἑξαμηνόβιος
ἑξάμηνος
ἐξαμηχανέω
ἐξαμιλλάομαι
ἑξάμιτος
ἕξαμμα
ἑξαμναῖος
ἑξάμνους
ἑξαμοιρία
ἑξάμορος
ἐξαμπρεύω
ἔξαμπρον
ἐξαμυγδαλίζω
ἐξαμύνομαι
View word page
ἐξαμιλλάομαι
to struggle vehemently

ShortDef

to struggle vehemently

Debugging

Headword:
ἐξαμιλλάομαι
Headword (normalized):
ἐξαμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
εξαμιλλαομαι
IDX:
31073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31074
Key:

Data

{'content': 'to struggle vehemently'}