Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξαμβλύνω
ἐξάμβλωμα
ἐξάμβλωσις
ἐξαμείβω
ἐξάμειψις
ἐξαμέλγω
ἐξαμελέω
ἑξαμέρεια
ἑξαμερής
ἑξάμετρος
ἑξαμηνιαῖος
ἑξαμηνόβιος
ἑξάμηνος
ἐξαμηχανέω
ἐξαμιλλάομαι
ἑξάμιτος
ἕξαμμα
ἑξαμναῖος
ἑξάμνους
ἑξαμοιρία
ἑξάμορος
View word page
ἑξαμηνιαῖος
lasting six months; six months old

ShortDef

lasting six months; six months old

Debugging

Headword:
ἑξαμηνιαῖος
Headword (normalized):
ἑξαμηνιαῖος
Headword (normalized/stripped):
εξαμηνιαιος
IDX:
31069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31070
Key:

Data

{'content': 'lasting six months; six months old'}