Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
ἀκρόβολος
ἀκροβύθιον
ἀκροβυστέω
ἀκροβυστία
View word page
ἀκροβολίζομαι
to throw from afar, to fight with missiles, to skirmish
ShortDef
to throw from afar, to fight with missiles, to skirmish
Debugging
Headword:
ἀκροβολίζομαι
Headword (normalized):
ἀκροβολίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ακροβολιζομαι
IDX:
3106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3107
Key:
Data
{'content': 'to throw from afar, to fight with missiles, to skirmish'}