Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξαμαρτία
ἑξαμάρτυρος
ἐξαμαυρόω
ἐξαμαύρωσις
ἐξαμάω
ἐξαμβλέομαι
ἐξαμβλόω
ἐξαμβλύνω
ἐξάμβλωμα
ἐξάμβλωσις
ἐξαμείβω
ἐξάμειψις
ἐξαμέλγω
ἐξαμελέω
ἑξαμέρεια
ἑξαμερής
ἑξάμετρος
ἑξαμηνιαῖος
ἑξαμηνόβιος
ἑξάμηνος
ἐξαμηχανέω
View word page
ἐξαμείβω
to exchange, alter

ShortDef

to exchange, alter

Debugging

Headword:
ἐξαμείβω
Headword (normalized):
ἐξαμείβω
Headword (normalized/stripped):
εξαμειβω
IDX:
31062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31063
Key:

Data

{'content': 'to exchange, alter'}