Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
ἀκρόβολος
ἀκροβύθιον
ἀκροβυστέω
View word page
ἀκροβολία
a slinging, skirmishing

ShortDef

a slinging, skirmishing

Debugging

Headword:
ἀκροβολία
Headword (normalized):
ἀκροβολία
Headword (normalized/stripped):
ακροβολια
IDX:
3105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3106
Key:

Data

{'content': 'a slinging, skirmishing'}