Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροβατέω
ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
ἀκρόβολος
ἀκροβύθιον
View word page
ἀκροβολής
skilful in hitting

ShortDef

skilful in hitting

Debugging

Headword:
ἀκροβολής
Headword (normalized):
ἀκροβολής
Headword (normalized/stripped):
ακροβολης
IDX:
3104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3105
Key:

Data

{'content': 'skilful in hitting'}