Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξαληθίζομαι
ἐξαλίζω
ἐξαλίνδω
ἐξαλλαγή
ἐξάλλαγμα
ἐξαλλακτέον
ἐξάλλαξις
ἐξαλλάσσω
ἐξαλλοιόω
ἐξαλλοίωσις
ἐξάλλομαι
ἔξαλλος
ἐξαλλοτριόω
ἐξαλλοτρίωσις
ἔξαλμα
ἐξαλμίζω
ἐξαλμυρόομαι
ἐξάλμυρος
ἐξαλογόομαι
ἔξαλος
ἔξαλσις
View word page
ἐξάλλομαι
to leap out of
ShortDef
to leap out of
Debugging
Headword:
ἐξάλλομαι
Headword (normalized):
ἐξάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
εξαλλομαι
IDX:
31038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31039
Key:
Data
{'content': 'to leap out of'}