Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξάλειψις
ἐξαλέομαι
ἐξαληθίζομαι
ἐξαλίζω
ἐξαλίνδω
ἐξαλλαγή
ἐξάλλαγμα
ἐξαλλακτέον
ἐξάλλαξις
ἐξαλλάσσω
ἐξαλλοιόω
ἐξαλλοίωσις
ἐξάλλομαι
ἔξαλλος
ἐξαλλοτριόω
ἐξαλλοτρίωσις
ἔξαλμα
ἐξαλμίζω
ἐξαλμυρόομαι
ἐξάλμυρος
ἐξαλογόομαι
View word page
ἐξαλλοιόω
change, alter
ShortDef
change, alter
Debugging
Headword:
ἐξαλλοιόω
Headword (normalized):
ἐξαλλοιόω
Headword (normalized/stripped):
εξαλλοιοω
IDX:
31036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31037
Key:
Data
{'content': 'change, alter'}