Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροβαρέω
ἀκρόβασις
ἀκροβατέω
ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
ἀκροβόλος
View word page
ἀκροβολέω
to sling

ShortDef

to sling

Debugging

Headword:
ἀκροβολέω
Headword (normalized):
ἀκροβολέω
Headword (normalized/stripped):
ακροβολεω
IDX:
3102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3103
Key:

Data

{'content': 'to sling'}