Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροατικός
ἀκροβαρέω
ἀκρόβασις
ἀκροβατέω
ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβόλισμα
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστικός
View word page
ἀκρόβλαστος
with terminal growth

ShortDef

with terminal growth

Debugging

Headword:
ἀκρόβλαστος
Headword (normalized):
ἀκρόβλαστος
Headword (normalized/stripped):
ακροβλαστος
IDX:
3101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3102
Key:

Data

{'content': 'with terminal growth'}