Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροατέον
ἀκροατέος
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαρέω
ἀκρόβασις
ἀκροβατέω
ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκρόβλαστος
ἀκροβολέω
ἀκροβόλη
ἀκροβολής
ἀκροβολία
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
View word page
ἀκρόβατος
walking on tiptoe

ShortDef

walking on tiptoe

Debugging

Headword:
ἀκρόβατος
Headword (normalized):
ἀκρόβατος
Headword (normalized/stripped):
ακροβατος
IDX:
3097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3098
Key:

Data

{'content': 'walking on tiptoe'}