Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξαδακτυλία
ἑξαδακτυλιαῖος
ἑξαδάκτυλος
ἑξάδαρχος
ἐξάδελφος
ἐξαδιαφορέω
ἐξαδιαφόρησις
ἑξαδικός
ἑξαδραχμία
ἑξάδραχμον
ἐξαδρύνομαι
ἐξαδυνατέω
ἐξᾴδω
ἑξάεδρος
ἑξάειδος
ἐξαείρω
ἐξαερόω
ἐξαέρωσις
ἑξάετες
ἑξαετής
ἑξαετία
View word page
ἐξαδρύνομαι
come to maturity

ShortDef

come to maturity

Debugging

Headword:
ἐξαδρύνομαι
Headword (normalized):
ἐξαδρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
εξαδρυνομαι
IDX:
30919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30920
Key:

Data

{'content': 'come to maturity'}