Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξαγωγός
ἐξαγωνίζομαι
ἑξαγωνίζω
ἑξαγωνικός
ἐξαγώνιος
ἑξάγωνος
ἑξαδακτυλία
ἑξαδακτυλιαῖος
ἑξαδάκτυλος
ἑξάδαρχος
ἐξάδελφος
ἐξαδιαφορέω
ἐξαδιαφόρησις
ἑξαδικός
ἑξαδραχμία
ἑξάδραχμον
ἐξαδρύνομαι
ἐξαδυνατέω
ἐξᾴδω
ἑξάεδρος
ἑξάειδος
View word page
ἐξάδελφος
cousin-german

ShortDef

cousin-german

Debugging

Headword:
ἐξάδελφος
Headword (normalized):
ἐξάδελφος
Headword (normalized/stripped):
εξαδελφος
IDX:
30913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30914
Key:

Data

{'content': 'cousin-german'}