Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκριτόφυρτος
ἀκριτόχειρος
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκροαπίς
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατέος
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαρέω
ἀκρόβασις
ἀκροβατέω
ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
View word page
ἀκροατής
a hearer
ShortDef
a hearer
Debugging
Headword:
ἀκροατής
Headword (normalized):
ἀκροατής
Headword (normalized/stripped):
ακροατης
IDX:
3090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3091
Key:
Data
{'content': 'a hearer'}