Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξαγορεία
ἐξαγόρευσις
ἐξαγορευτής
ἐξαγορευτικός
ἐξαγορεύω
ἐξαγριαίνω
ἐξαγριόω
ἐξαγροικίζω
ἐξάγω
ἐξαγωγεύς
ἐξαγωγή
ἐξαγωγικός
ἐξαγώγιμος
ἐξαγώγιον
ἐξαγωγίς
ἐξαγωγός
ἐξαγωνίζομαι
ἑξαγωνίζω
ἑξαγωνικός
ἐξαγώνιος
ἑξάγωνος
View word page
ἐξαγωγή
a leading out

ShortDef

a leading out

Debugging

Headword:
ἐξαγωγή
Headword (normalized):
ἐξαγωγή
Headword (normalized/stripped):
εξαγωγη
IDX:
30898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30899
Key:

Data

{'content': 'a leading out'}