Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκριτος
ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυρτος
ἀκριτόχειρος
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκροαπίς
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατέος
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροβαρέω
ἀκρόβασις
ἀκροβατέω
ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
View word page
ἀκροατέος
one must listen to

ShortDef

one must listen to

Debugging

Headword:
ἀκροατέος
Headword (normalized):
ἀκροατέος
Headword (normalized/stripped):
ακροατεος
IDX:
3088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3089
Key:

Data

{'content': 'one must listen to'}