Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνύποπτος
ἐνυπόσαπρος
ἐνυπόστατος
ἐνυποτάσσω
ἐνυπτιάζω
ἐνυφαίνω
ἐνυφάντης
ἐνυφαντός
ἐνύφασμα
ἐνυφίζω
ἐνυφίσταμαι
ἐνυψόω
Ἐνυώ
ἐνφέρνιοι
ἔνῳδος
ἐνωθέω
ἕνωμα
ἑνωμένως
ἔνωμος
ἐνωμόταρχος
ἐνωμοτία
View word page
ἐνυφίσταμαι
subsist in
ShortDef
subsist in
Debugging
Headword:
ἐνυφίσταμαι
Headword (normalized):
ἐνυφίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
ενυφισταμαι
IDX:
30836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30837
Key:
Data
{'content': 'subsist in'}