Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνυποκρίνομαι
ἐνυπόκριτος
ἐνύποπτος
ἐνυπόσαπρος
ἐνυπόστατος
ἐνυποτάσσω
ἐνυπτιάζω
ἐνυφαίνω
ἐνυφάντης
ἐνυφαντός
ἐνύφασμα
ἐνυφίζω
ἐνυφίσταμαι
ἐνυψόω
Ἐνυώ
ἐνφέρνιοι
ἔνῳδος
ἐνωθέω
ἕνωμα
ἑνωμένως
ἔνωμος
View word page
ἐνύφασμα
pattern woven in
ShortDef
pattern woven in
Debugging
Headword:
ἐνύφασμα
Headword (normalized):
ἐνύφασμα
Headword (normalized/stripped):
ενυφασμα
IDX:
30834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30835
Key:
Data
{'content': 'pattern woven in'}