Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνυπόκειμαι
ἐνυποκρίνομαι
ἐνυπόκριτος
ἐνύποπτος
ἐνυπόσαπρος
ἐνυπόστατος
ἐνυποτάσσω
ἐνυπτιάζω
ἐνυφαίνω
ἐνυφάντης
ἐνυφαντός
ἐνύφασμα
ἐνυφίζω
ἐνυφίσταμαι
ἐνυψόω
Ἐνυώ
ἐνφέρνιοι
ἔνῳδος
ἐνωθέω
ἕνωμα
ἑνωμένως
View word page
ἐνυφαντός
inwoven

ShortDef

inwoven

Debugging

Headword:
ἐνυφαντός
Headword (normalized):
ἐνυφαντός
Headword (normalized/stripped):
ενυφαντος
IDX:
30833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30834
Key:

Data

{'content': 'inwoven'}