Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνυπνόω
ἐνυπογραφή
ἐνυπόγραφος
ἐνυποδύομαι
ἐνυπόκειμαι
ἐνυποκρίνομαι
ἐνυπόκριτος
ἐνύποπτος
ἐνυπόσαπρος
ἐνυπόστατος
ἐνυποτάσσω
ἐνυπτιάζω
ἐνυφαίνω
ἐνυφάντης
ἐνυφαντός
ἐνύφασμα
ἐνυφίζω
ἐνυφίσταμαι
ἐνυψόω
Ἐνυώ
ἐνφέρνιοι
View word page
ἐνυποτάσσω
to be made subject

ShortDef

to be made subject

Debugging

Headword:
ἐνυποτάσσω
Headword (normalized):
ἐνυποτάσσω
Headword (normalized/stripped):
ενυποτασσω
IDX:
30829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30830
Key:

Data

{'content': 'to be made subject'}