Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνυπνος
ἐνυπνόω
ἐνυπογραφή
ἐνυπόγραφος
ἐνυποδύομαι
ἐνυπόκειμαι
ἐνυποκρίνομαι
ἐνυπόκριτος
ἐνύποπτος
ἐνυπόσαπρος
ἐνυπόστατος
ἐνυποτάσσω
ἐνυπτιάζω
ἐνυφαίνω
ἐνυφάντης
ἐνυφαντός
ἐνύφασμα
ἐνυφίζω
ἐνυφίσταμαι
ἐνυψόω
Ἐνυώ
View word page
ἐνυπόστατος
substantial

ShortDef

substantial

Debugging

Headword:
ἐνυπόστατος
Headword (normalized):
ἐνυπόστατος
Headword (normalized/stripped):
ενυποστατος
IDX:
30828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30829
Key:

Data

{'content': 'substantial'}