Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνυπνιώδης
ἔνυπνος
ἐνυπνόω
ἐνυπογραφή
ἐνυπόγραφος
ἐνυποδύομαι
ἐνυπόκειμαι
ἐνυποκρίνομαι
ἐνυπόκριτος
ἐνύποπτος
ἐνυπόσαπρος
ἐνυπόστατος
ἐνυποτάσσω
ἐνυπτιάζω
ἐνυφαίνω
ἐνυφάντης
ἐνυφαντός
ἐνύφασμα
ἐνυφίζω
ἐνυφίσταμαι
ἐνυψόω
View word page
ἐνυπόσαπρος
partly putrid

ShortDef

partly putrid

Debugging

Headword:
ἐνυπόσαπρος
Headword (normalized):
ἐνυπόσαπρος
Headword (normalized/stripped):
ενυποσαπρος
IDX:
30827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30828
Key:

Data

{'content': 'partly putrid'}