Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνιοκρίτης
ἐνυπνιόμαντις
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
ἐνυπνιώδης
ἔνυπνος
ἐνυπνόω
ἐνυπογραφή
ἐνυπόγραφος
ἐνυποδύομαι
ἐνυπόκειμαι
ἐνυποκρίνομαι
ἐνυπόκριτος
ἐνύποπτος
ἐνυπόσαπρος
ἐνυπόστατος
ἐνυποτάσσω
View word page
ἐνυπνόω
sleep on

ShortDef

sleep on

Debugging

Headword:
ἐνυπνόω
Headword (normalized):
ἐνυπνόω
Headword (normalized/stripped):
ενυπνοω
IDX:
30819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30820
Key:

Data

{'content': 'sleep on'}