Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐνύειον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνιοκρίτης
ἐνυπνιόμαντις
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
ἐνυπνιώδης
ἔνυπνος
ἐνυπνόω
ἐνυπογραφή
ἐνυπόγραφος
ἐνυποδύομαι
ἐνυπόκειμαι
ἐνυποκρίνομαι
ἐνυπόκριτος
View word page
ἐνύπνιον
a thing seen in sleep

ShortDef

a thing seen in sleep

Debugging

Headword:
ἐνύπνιον
Headword (normalized):
ἐνύπνιον
Headword (normalized/stripped):
ενυπνιον
IDX:
30815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30816
Key:

Data

{'content': 'a thing seen in sleep'}