Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνυδρος
Ἐνύειον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνιοκρίτης
ἐνυπνιόμαντις
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
ἐνυπνιώδης
ἔνυπνος
ἐνυπνόω
ἐνυπογραφή
ἐνυπόγραφος
ἐνυποδύομαι
ἐνυπόκειμαι
ἐνυποκρίνομαι
View word page
ἐνυπνιόμαντις
one who divines by dreams

ShortDef

one who divines by dreams

Debugging

Headword:
ἐνυπνιόμαντις
Headword (normalized):
ἐνυπνιόμαντις
Headword (normalized/stripped):
ενυπνιομαντις
IDX:
30814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30815
Key:

Data

{'content': 'one who divines by dreams'}