Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
Ἐνύειον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνιοκρίτης
ἐνυπνιόμαντις
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
ἐνυπνιώδης
ἔνυπνος
ἐνυπνόω
View word page
ἐνυπάρχω
exist
ShortDef
exist
Debugging
Headword:
ἐνυπάρχω
Headword (normalized):
ἐνυπάρχω
Headword (normalized/stripped):
ενυπαρχω
IDX:
30809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30810
Key:
Data
{'content': 'exist'}