Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
Ἐνύειον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνιοκρίτης
ἐνυπνιόμαντις
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
ἐνυπνιώδης
View word page
ἐνυμενόσπερμος
with seeds enclosed in a membrane

ShortDef

with seeds enclosed in a membrane

Debugging

Headword:
ἐνυμενόσπερμος
Headword (normalized):
ἐνυμενόσπερμος
Headword (normalized/stripped):
ενυμενοσπερμος
IDX:
30807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30808
Key:

Data

{'content': 'with seeds enclosed in a membrane'}