Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
Ἐνύειον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνιοκρίτης
ἐνυπνιόμαντις
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
View word page
ἔνυλος
involved

ShortDef

involved

Debugging

Headword:
ἔνυλος
Headword (normalized):
ἔνυλος
Headword (normalized/stripped):
ενυλος
IDX:
30806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30807
Key:

Data

{'content': 'involved'}