Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνύβρισμα
ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
Ἐνύειον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνιοκρίτης
View word page
ἐνυδρόβιος
living in the water

ShortDef

living in the water

Debugging

Headword:
ἐνυδρόβιος
Headword (normalized):
ἐνυδρόβιος
Headword (normalized/stripped):
ενυδροβιος
IDX:
30803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30804
Key:

Data

{'content': 'living in the water'}