Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντυχικά
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνύβρισμα
ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
Ἐνύειον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
View word page
ἔνυδρις
an otter
ShortDef
an otter
Debugging
Headword:
ἔνυδρις
Headword (normalized):
ἔνυδρις
Headword (normalized/stripped):
ενυδρις
IDX:
30802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30803
Key:
Data
{'content': 'an otter'}