Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντυφλόω
ἐντύφω
ἐντυχία
ἐντυχικά
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνύβρισμα
ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
Ἐνύειον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
View word page
ἐνυγροθηρικός
of or for fishing

ShortDef

of or for fishing

Debugging

Headword:
ἐνυγροθηρικός
Headword (normalized):
ἐνυγροθηρικός
Headword (normalized/stripped):
ενυγροθηρικος
IDX:
30799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30800
Key:

Data

{'content': 'of or for fishing'}