Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντυραννέομαι
ἐντυρίτης
ἐντυρόω
ἐντυφλόω
ἐντύφω
ἐντυχία
ἐντυχικά
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνύβρισμα
ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
Ἐνύειον
ἔνυλος
View word page
ἐνυγραίνω
moisten
ShortDef
moisten
Debugging
Headword:
ἐνυγραίνω
Headword (normalized):
ἐνυγραίνω
Headword (normalized/stripped):
ενυγραινω
IDX:
30796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30797
Key:
Data
{'content': 'moisten'}