Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντύπωσις
ἐντυραννέομαι
ἐντυρίτης
ἐντυρόω
ἐντυφλόω
ἐντύφω
ἐντυχία
ἐντυχικά
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνύβρισμα
ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
Ἐνύειον
View word page
ἐνύβρισμα
victim of outrage

ShortDef

victim of outrage

Debugging

Headword:
ἐνύβρισμα
Headword (normalized):
ἐνύβρισμα
Headword (normalized/stripped):
ενυβρισμα
IDX:
30795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30796
Key:

Data

{'content': 'victim of outrage'}