Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντύπωμα
ἐντύπωσις
ἐντυραννέομαι
ἐντυρίτης
ἐντυρόω
ἐντυφλόω
ἐντύφω
ἐντυχία
ἐντυχικά
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνύβρισμα
ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
ἐνυδρίας
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
View word page
ἐνυβρίζω
to insult
ShortDef
to insult
Debugging
Headword:
ἐνυβρίζω
Headword (normalized):
ἐνυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
ενυβριζω
IDX:
30794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30795
Key:
Data
{'content': 'to insult'}