Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντυπάς
ἐντυπή
ἔντυπος
ἐντυπόω
ἐντύπωμα
ἐντύπωσις
ἐντυραννέομαι
ἐντυρίτης
ἐντυρόω
ἐντυφλόω
ἐντύφω
ἐντυχία
ἐντυχικά
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνύβρισμα
ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυγρος
View word page
ἐντύφω
to smoke

ShortDef

to smoke

Debugging

Headword:
ἐντύφω
Headword (normalized):
ἐντύφω
Headword (normalized/stripped):
εντυφω
IDX:
30790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30791
Key:

Data

{'content': 'to smoke'}