Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντυπάζω
ἐντυπάς
ἐντυπή
ἔντυπος
ἐντυπόω
ἐντύπωμα
ἐντύπωσις
ἐντυραννέομαι
ἐντυρίτης
ἐντυρόω
ἐντυφλόω
ἐντύφω
ἐντυχία
ἐντυχικά
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνύβρισμα
ἐνυγραίνω
ἐνυγραντέον
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
View word page
ἐντυφλόω
blind
ShortDef
blind
Debugging
Headword:
ἐντυφλόω
Headword (normalized):
ἐντυφλόω
Headword (normalized/stripped):
εντυφλοω
IDX:
30789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30790
Key:
Data
{'content': 'blind'}