Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔντυβον
ἐντυγχάνω
ἐντύλη
ἐντυλίσσω
ἐντυλόομαι
ἐντυμβεύω
ἐντύνω
ἐντυπάζω
ἐντυπάς
ἐντυπή
ἔντυπος
ἐντυπόω
ἐντύπωμα
ἐντύπωσις
ἐντυραννέομαι
ἐντυρίτης
ἐντυρόω
ἐντυφλόω
ἐντύφω
ἐντυχία
ἐντυχικά
View word page
ἔντυπος
coined

ShortDef

coined

Debugging

Headword:
ἔντυπος
Headword (normalized):
ἔντυπος
Headword (normalized/stripped):
εντυπος
IDX:
30782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30783
Key:

Data

{'content': 'coined'}