Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
ἐντρυγάω
ἔντρυγος
ἐντρυλλίζω
ἐντρυφάω
ἐντρύφημα
ἐντρυφής
ἐντρύχομαι
ἔντυβον
ἐντυγχάνω
ἐντύλη
ἐντυλίσσω
ἐντυλόομαι
View word page
ἔντρυγος
containing sediment

ShortDef

containing sediment

Debugging

Headword:
ἔντρυγος
Headword (normalized):
ἔντρυγος
Headword (normalized/stripped):
εντρυγος
IDX:
30766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30767
Key:

Data

{'content': 'containing sediment'}