Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
ἐντρυγάω
ἔντρυγος
ἐντρυλλίζω
ἐντρυφάω
ἐντρύφημα
ἐντρυφής
ἐντρύχομαι
ἔντυβον
ἐντυγχάνω
ἐντύλη
View word page
ἐντροχάζω
intervene, occur
ShortDef
intervene, occur
Debugging
Headword:
ἐντροχάζω
Headword (normalized):
ἐντροχάζω
Headword (normalized/stripped):
εντροχαζω
IDX:
30764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30765
Key:
Data
{'content': 'intervene, occur'}