Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
ἐντρυγάω
ἔντρυγος
ἐντρυλλίζω
ἐντρυφάω
ἐντρύφημα
ἐντρυφής
ἐντρύχομαι
ἔντυβον
ἐντυγχάνω
View word page
ἔντροφος
living in

ShortDef

living in

Debugging

Headword:
ἔντροφος
Headword (normalized):
ἔντροφος
Headword (normalized/stripped):
εντροφος
IDX:
30763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30764
Key:

Data

{'content': 'living in'}