Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
ἐντρυγάω
ἔντρυγος
ἐντρυλλίζω
ἐντρυφάω
ἐντρύφημα
ἐντρυφής
ἐντρύχομαι
ἔντυβον
View word page
ἐντροπόω
fasten

ShortDef

fasten

Debugging

Headword:
ἐντροπόω
Headword (normalized):
ἐντροπόω
Headword (normalized/stripped):
εντροποω
IDX:
30762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30763
Key:

Data

{'content': 'fasten'}