Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
ἐντρυγάω
ἔντρυγος
ἐντρυλλίζω
ἐντρυφάω
ἐντρύφημα
ἐντρυφής
ἐντρύχομαι
View word page
ἔντροπον
ornament
ShortDef
ornament
Debugging
Headword:
ἔντροπον
Headword (normalized):
ἔντροπον
Headword (normalized/stripped):
εντροπον
IDX:
30761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30762
Key:
Data
{'content': 'ornament'}