Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
ἐντρυγάω
ἔντρυγος
ἐντρυλλίζω
ἐντρυφάω
ἐντρύφημα
ἐντρυφής
View word page
ἐντροπία
a trick, dodge
ShortDef
a trick, dodge
Debugging
Headword:
ἐντροπία
Headword (normalized):
ἐντροπία
Headword (normalized/stripped):
εντροπια
IDX:
30760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30761
Key:
Data
{'content': 'a trick, dodge'}