Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
ἐντρυγάω
ἔντρυγος
ἐντρυλλίζω
View word page
ἐντροπαλίζομαι
to keep turning round

ShortDef

to keep turning round

Debugging

Headword:
ἐντροπαλίζομαι
Headword (normalized):
ἐντροπαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εντροπαλιζομαι
IDX:
30757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30758
Key:

Data

{'content': 'to keep turning round'}