Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
ἐντρυγάω
ἔντρυγος
View word page
ἔντρομος
trembling

ShortDef

trembling

Debugging

Headword:
ἔντρομος
Headword (normalized):
ἔντρομος
Headword (normalized/stripped):
εντρομος
IDX:
30756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30757
Key:

Data

{'content': 'trembling'}