Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
ἐντροχάζω
View word page
ἐντρίχωμα
edges of the eyelids, eyelashes

ShortDef

edges of the eyelids, eyelashes

Debugging

Headword:
ἐντρίχωμα
Headword (normalized):
ἐντρίχωμα
Headword (normalized/stripped):
εντριχωμα
IDX:
30754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30755
Key:

Data

{'content': 'edges of the eyelids, eyelashes'}