Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
ἔντροφος
View word page
ἔντριχος
hairy
ShortDef
hairy
Debugging
Headword:
ἔντριχος
Headword (normalized):
ἔντριχος
Headword (normalized/stripped):
εντριχος
IDX:
30753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30754
Key:
Data
{'content': 'hairy'}