Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
ἐντροπόω
View word page
ἐντριτωνίζω
to third
ShortDef
to third
Debugging
Headword:
ἐντριτωνίζω
Headword (normalized):
ἐντριτωνίζω
Headword (normalized/stripped):
εντριτωνιζω
IDX:
30752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30753
Key:
Data
{'content': 'to third'}