Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔντραχυς
ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροπον
View word page
ἔντριτος
of three strands, threefold
ShortDef
of three strands, threefold
Debugging
Headword:
ἔντριτος
Headword (normalized):
ἔντριτος
Headword (normalized/stripped):
εντριτος
IDX:
30751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30752
Key:
Data
{'content': 'of three strands, threefold'}